Λεξιλόγιο
Από την λατινική λέξη «castrum» που σημαίνει «φρούριο». Πρόκειται για οχυρωμένους οικισμούς, συνήθως πάνω σε ύψωμα, προκειμένου να ελέγχουν τα περάσματα αλλά και να προστατεύουν τους κατοίκους σε περιπτώσεις επιθέσεων. Καθοριστικά για την διαμόρφωση τους ήταν η μορφολογία του εδάφους και ο περιορισμένος χώρος. Μέσα σε ένα κάστρο βρίσκουμε οικίες για την φρουρά, δεξαμενές νερού, αποθήκες, αλλά και ολόκληρους οικισμούς.
Ο τύπος των Δυτικών κάστρων μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και την Ανατολή από τους Σταυροφόρους. Στη Βορειοδυτική Ευρώπη «κάστρο» σήμαινε την ιδιωτική οχυρωμένη κατοικία του φεουδάρχη, ενώ σε άλλες περιοχές το απλό φρούριο. Στον ύστερο Μεσαίωνα τα κάστρα άρχισαν ν’ αποκτούν πιο συμπαγή μορφή με καλοχτισμένους τοίχους, τάφρους και πύργους, ανεξάρτητα από το αν ήταν ιδιωτική κατοικία ή όχι. Οι Φράγκοι βαρόνοι έχτιζαν κάστρα για να προστατεύσουν την κυριαρχία τους. Τα φεουδαρχικά κάστρα αποτελούνταν από τρία βασικά μέρη: το τείχος, τον κύριο πύργο και την κατοικία του φεουδάρχη, ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο είχαν αμυντική χρήση.
Μετά το 12ο αιώνα τα κάστρα αναπτύχθηκαν ταχύτατα και διαμορφώθηκε ο τύπος κάστρου που περιλάμβανε το γήλοφο και την εσωτερική αυλή. Πάνω σ' αυτή τη δομή αναπτύχθηκαν τρία είδη κάστρων: α. με μεγάλο ακρόπυργο, β. χωρίς ακρόπυργο, προστατεύονταν από πύργους κατά μήκος των τειχών και γ. με μικρό ακρόπυργο, περιβαλλόμενο από ομόκεντρα τείχη.
Μετά την Γ’ Σταυροφορία (1189-1192) τα κάστρα κτίζονταν σε απόκρημνα σημεία και τα διαμερίσματα του άρχοντα χτίζονταν στην εσωτερική αυλή, με αποτέλεσμα ο ακρόπυργος να μη χρησιμοποιείται ως κατοικία. Όταν το κάστρο ήταν «πεδινό» έσκαβαν γύρω από τους προμαχώνες, τάφρους τις οποίες γέμιζαν με νερό.
Το Μεσαίωνα το κάστρο ήταν ο πυρήνας της ζωής, με τον ακρόπυργο να αποτελεί την καρδιά του, στον οποίο αποσυρόταν όλη η φρουρά όταν ο εχθρός κυρίευε τις εξωτερικές οχυρώσεις. Αποτελούσε το πιο δυνατό και οχυρωμένο τμήμα για ένα ακόμα λόγο, στέγαζε την κατοικία του άρχοντα. Σ' αυτό αποθηκεύονταν τα τρόφιμα και τα όπλα και ήταν η γραμμή της τελευταίας άμυνας. Πάντοτε στο κέντρο του υπήρχε ένα πηγάδι για πόσιμο νερό και διέθετε προμήθειες για ενδεχόμενα μακρόχρονη πολιορκία. Παρόλο που τα τείχη του είχαν μεγαλύτερο πάχος, συνδέονταν με τα τείχη του περιβόλου διαμέσου ενός διαδρόμου, ο οποίος επιμηκυνόταν μέχρι την εξωτερική αμυντική περίμετρο, για διαφυγή σε περίπτωση ανάγκης. Όσο αναπτύσσονταν οι πολιορκητικές μηχανές (καταπέλτες, κριοί, εκτοξευτήρες), οι ακρόπυργοι κατασκευάζονταν κατά μήκος του περιτειχίσματος. Ένας από τους στόχους αυτής της αλλαγής ήταν η ανάγκη να δημιουργηθεί ένας κενός χώρος στον οποίο συγκεντρώνονταν τα στρατεύματα για μια πιθανή αντεπίθεση.
Από το 15ο και 16ο αιώνα τα πυροβόλα όπλα διαδόθηκαν ραγδαία, εξέλιξη που σηματοδότησε την αλλαγή στην τέχνη του πολέμου και την παρακμή των κάστρων ως οχυρών. Tόσο η κατασκευή όσο και η συντήρηση ενός κάστρου έφυγε από τα χέρια των τοπικών ηγεμόνων και πέρασε στα χέρια του βασιλιά. Στα μέσα του 1300, η ανάπτυξη νέων πολεμικών όπλων, (π.χ. μπομπάρδες) διαφοροποιεί τις αμυντικές ανάγκες. Η αρχή που κυριάρχησε στην κατασκευή των νέων οχυρών προέβλεπε ένα ενιαίο συμπαγές οικοδόμημα. Έτσι πλέον έχουμε χαμηλότερα κάστρα, χωρίς ψηλούς πύργους, οι οποίοι εξέχοντας αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα κανόνια. Τώρα τα κάστρα περιβάλλονταν από ακανόνιστα τείχη με πολλές γωνίες. Το πυροβολικό ακροβολιζόταν στους προμαχώνες, σε προεξέχοντα σημεία του τείχους, και προστάτευε το φρούριο. Σταδιακά έγινε δημοφιλές το αστεροειδές σχήμα. Από το 16ο αιώνα και μετά, τα νέα πολεμικά μέσα, έβαλαν τέλος στο ρόλο του κάστρου ως οχυρού. Μονάρχες και ευγενείς έχτιζαν κάστρα για λόγους γοήτρου και επίδειξης.
Χαρακτηριστικό των μεγάλων κάστρων, πρόκειται για τον κεντρικό και συνήθως ψηλότερο πύργο του κάστρου. Αποτελούσε το ισχυρότερο τμήμα για αυτό αποτελούσε το κέντρο ελέγχου και τόπο διαμονής του κυρίου του κάστρου, ενώ χρησίμευε και ως παρατηρητήριο. Διέθετε δική του οχύρωση, ανεξάρτητη, προστατευόμενη από άλλες εσωτερικές οχυρώσεις, καθιστώντας την πρόσβαση σε αυτό δύσκολη. Στα μεσαιωνικά κάστρα ο ακρόπυργος αποτελούσε το επίκεντρο της αμυντικής οργάνωσης και ήταν το τελευταίο καταφύγιο των υπερασπιστών όταν εισέβαλαν οι πολιορκητές. Οι ακρόπυργοι είχαν ορόφους, τις περισσότερες φορές χωρίς εσωτερική σύνδεση μεταξύ τους. Το στρογγυλό σχήμα υιοθετήθηκε καθώς αποδείχθηκε το πιο λειτουργικό αμυντικά.
Λατινικός όρος που σημαίνει «παρατηρητήριο/φυλάκιο». Πρόκειται για πυργίσκους που χρησιμοποιούνται κυρίως για την ασφάλεια περασμάτων ή συνόρων, ως τμήμα ενός γενικότερου δικτύου παρατηρητηρίων σε οπτική επαφή μεταξύ τους.
Οχυρώσεις στη βάση των κάστρων. Μέχρι το 11ο αιώνα στην οχυρωματική αρχιτεκτονική της Δυτικής Ευρώπης, επικρατούσαν οι τεχνητοί λοφίσκοι, στην «ρίζα» του κάστρου, αρχικά δημιουργημένοι από χώμα.
Όχι ιδιαίτερα διαδεδομένος όρος, σημαίνει «προεξέχουσα καλυμμένη, κτιστή σκοπιά», το φυλάκιο. Αποτελεί βασικό γνώρισμα των Ενετικών κάστρων. Αντιπροσωπευτικό δείγμα βρίσκουμε στην Ακροναυπλία.
Τούρκικη λέξη που σημαίνει κάστρο. Ο όρος «καλέ» έχει διατηρηθεί στην ονομασία πολλών οχυρώσεων στη χώρα μας. Ιτς καλέ, σημαίνει «εσωτερικό κάστρο». Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει παράφραση του όρου, «κουλές», «γκουλές», «γουλάς» και «καλές».
Ο διοικητής του κάστρου, από το λατινικό castellanus. Σαν όρος απαντάται ευρέως στο Χρονικό του Μωρέως.
Ο μάγιστρος ήταν ανώτατο αξίωμα της πολιτείας στην ύστερη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ενώ στην πορεία ήταν ο τίτλος του ανώτατου διοικητή του θρησκευτικού - στρατιωτικού τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών των μεσαιωνικών χρόνων. Ο Μεγάλος Μάγιστρος μπορούσε να είναι εν ενεργεία στρατιωτικός διοικητής.
Ή «μεταπρομαχώνας», είναι το ενδιάμεσο τμήμα του τείχους του κάστρου μεταξύ δύο πύργων. Συνήθως ήταν ευθύγραμμο.
Από το ελληνικό «πύργος», το οποίο μεταφέρθηκε στα λατινικά ως «burgus» και επέστρεψε ως «μπούρτζι». Είναι λοιπόν το μικρό κάστρο, συνήθως παραθαλάσσιο. Τα πιο γνωστά είναι το Μπούρτζι του Ναυπλίου και το Μπούρτζι της Μεθώνης.
Σήμερα «παραπέτο» είναι το προστατευτικό τοιχίο για αποφυγή πτώσεων στην άκρη γεφυρών, ταρατσών, μπαλκονιών κ.λπ. Η αρχική σημασία της λέξης (ιταλική) αφορούσε στην οχυρωματική αρχιτεκτονική. Είναι το πρόσθετο τοιχίο στο επάνω μέρος των εξωτερικών τειχών του κάστρου. Προστάτευε τους υπερασπιστές και πάνω σε αυτό σχηματίζονταν οι πολεμίστρες.
Βασικό αρχιτεκτονικό στοιχείο οχύρωσης. Το τείχος που προστάτευε εξωτερικά το κυρίως κάστρο. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ήταν εξίσου ισχυρό με το κυρίως τείχος. Γενικά έτσι ονομάζεται και η μεγάλη εσωτερική αυλή ή πλατεία του κάστρου.
Άνοιγμα στο τείχος από όπου αμύνονταν οι κάτοικοι του κάστρου. Η εικόνα που έχουμε για τις πολεμίστρες είναι ο οδοντωτός σχηματισμός στο πάνω μέρος τείχους, όμως υπήρχαν και χαμηλότερα.
Προεξέχον τμήμα του τείχους, το οποίο συνήθως διέθετε αυτόνομη οχύρωση και αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερου φρουρίου. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι προμαχώνες ήταν αποκομμένοι από το υπόλοιπο κάστρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προμαχώνα βρίσκουμε στο Παλαμήδι. Ο όρος απαντάται και ως «ντάπια», «τάπια» ή «bastion».
Η είσοδος του κάστρου. Συνήθως ήταν η «αχίλλειος πτέρνα» της οχύρωσης και για την προστασία της υψώνονταν αμυντικοί πυργίσκοι, ενώ για τον αποκλεισμό της διάβασης προς αυτή επιστρατεύονταν κινητά μηχανικά κιγκλιδώματα, καταπακτές και αμυντικά ξώστεγα, γνωστά και ως «ζεματίστρες».
Τεχνητό όρυγμα στο έδαφος με αρκετά μεγάλο βάθος και πλάτος, γύρω από το εξωτερικό τείχος του κάστρου με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας του. Μπορούσε να ήταν ένυδρη ή άνυδρη. Η σημασία της ελαττώθηκε με την εξέλιξη του πυροβολικού. Ήταν απαραίτητο εξάρτημα στα δυτικά κάστρα, τα οποία ήταν πιο «πεδινά» συγκριτικά με τα ελληνικά, τα οποία στην πλειοψηφία τους βρίσκονται σε θέσεις με φυσική οχύρωση. Η πιο χαρακτηριστική τάφρος είναι αυτή του φρουρίου της Μεθώνης, η οποία γέμιζε με νερό από τη θάλασσα.
Χρονικες Περίοδοι
323-31 π.Χ.: Η Ελληνιστική περίοδος αφορά την ελληνική ιστορία και την ιστορία των άλλων εθνοτήτων της Ανατολής αλλά και τη ρωμαϊκή ιστορία μετά το Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο. Το όνομα της εποχής αυτής δημιουργήθηκε με βάση τον όρο «Ελληνιστής», που χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη για να δηλώσει τους ελληνομαθείς Ιουδαίους, και δηλώνει την ευρεία εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού. Υπάρχει ασυμφωνία ως προς την έναρξη και τη λήξη της περιόδου. Κάποιοι ορίζουν ως έναρξη της, τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., άλλοι θέτουν ως αρχή της περιόδου τον θάνατο του Μεγάλου στρατηλάτη το 323 π.Χ. Το τέλος τοποθετείται στο 30 π.Χ. οπότε συμβαίνει η κατάλυση και του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου, των Πτολεμαίων, από τους Ρωμαίους.
31 π.Χ. - 324 μ.Χ.: Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν το κράτος των αρχαίων Ρωμαίων (imperium), μετεξέλιξη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας όταν και οι περισσότερες εξουσίες συγκεντρώθηκαν στα χέρια ενός ανθρώπου, του Καίσαρα ή αυτοκράτορα (imperator). Το κράτος των αρχαίων Ρωμαίων περασε πολλά έως ότου να αποκτήσει το πολίτευμα της αυτοκρατορίας. Ο όρος πλέον έχει επικρατήσει για όλη την περίοδο της αρχαίας ρωμαϊκής ιστορίας
330 – 1453: H Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Βυζάντιο ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, διάδοχο κράτος του γεωγραφικού χώρου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με χρονικά όρια που ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση με την άλωση από τους Οθωμανούς (29/5/1453). Τα όριά της μέσα στα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές. Από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γεννήθηκε το «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της ανατολής». Επί της δυναστείας του Ηράκλειου έγινε η «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής» και τέλος, από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από το βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή αυτοκρατορία».
1204 - 16ος αι. (1566): Λατινοκρατία ή Φραγκοκρατία ονομάζεται η χρονική περίοδος της λατινικής κυριαρχίας στο Βυζάντιο και στην Ελληνική ανατολή, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 μ.Χ. από τους Φράγκους και τους Ενετούς. Σε αντίθεση με άλλες περιόδους, όπως η Ρωμαιοκρατία ή η Τουρκοκρατία, δεν είναι σταθερά για όλες τις περιοχές τα χρονολογικά όρια της έναρξης και του τέλους της, ενώ διαφορετική είναι και η καταγωγή των εγκατεστημένων ξένων στον ελληνικό χώρο. Η περίοδος αυτή της Λατινοκρατίας στον ελληνικό χώρο χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία δυτικών κυριάρχων: Φράγκων/Βουργουνδών, Φλαμανδών, Γενουατών, Λομβαρδών, Βενετών, Καταλανών, Φλωρεντινών, Ναβαρραίων, Ιπποτών Ναϊτών ή Ιωαννιτών. Όλοι αυτοί είχαν ως κοινό πολιτιστικό χαρακτηριστικό την πολιτισμική-θρησκευτική τους ταυτότητα: ήταν Λατίνοι και αναγνώριζαν τον Πάπα της Ρώμης ως ανώτατο θρησκευτικό και πνευματικό τους ηγέτη. Ο όρος Φραγκοκρατία επικράτησε στην ελληνική βιβλιογραφία μετά τον Κάρολο Χοπφ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τον Ουίλιαμ Μίλλερ κατά το α’ μισό του 20ου αιώνα. Το όνομα Λατίνος προσδιορίζει γενικά τον δυτικό άνθρωπο, ανεξαρτήτως εθνικής υπόστασης, ενώ το όνομα Φράγκος ταυτίζεται με το Λατίνος και δηλώνει τον Δυτικοευρωπαίο. Τέλος το Φράγκος καταλήγει να δηλώνει τον γαλλόφωνο ή τον γαλλικής καταγωγής δυτικό.
Η Ενετοκρατία (κυριαρχία των Βενετών) στον ελλαδικό χώρο ξεκινά με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βενετούς και Φράγκους ιππότες στις 13/4/1204, στο πλαίσιο της 4ης σταυροφορίας. Οι Βενετοί πήραν στην κατοχή τους νευραλγικής σημασίας εμπορικά λιμάνια και σημεία, στα ανατολικά Βαλκάνια (Δυρράχιο, Επτάνησα, Ναύπακτος, Πύλος, Μεθώνη, Κορώνη, Πάτρα, Κόρινθος, Άργος, Ναύπλιο, Κρήτη, Κάρπαθος, Κάσος, Αστυπάλαια, Κυκλάδες, Αθήνα, Εύβοια, Τένεδος, Καλλίπολη, κ.α.). Επίσης κατέλαβαν τη μισή Κωνσταντινούπολη, μαζί με την Αγία Σοφία.
1453 - 1821: Στην Ελλάδα ονομάζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία ασκούσε κυριαρχία στον χώρο της σημερινής Ελλάδας και γενικά σε πολλές περιοχές κατοικούμενες, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από Έλληνες. Τυπικά η περίοδος ξεκινά με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ωστόσο η Οθωμανοί είχαν διεισδύσει στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, νωρίτερα. Η εξάπλωση των Οθωμανών έγινε σταδιακά και τελικά κατέκτησαν όλη την έκταση της σημερινής Ελλάδας, εκτός του Ιουνίου. Με την Επανάσταση του 1821, τελικά ξεκίνησε η ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.